< Γαλακτοφάγοι
γαλακτοφαής >
γαλακτοφάγος
,
-ον
que se nutre de leche
de los habitantes del Quersoneso
, Str.7.4.6, Aret.
CD
1.8.2,
Σκύθαι
Ptol.
Geog
.6.14.12,
ζῷα
S.E.
P
.1.56, cf. γλακτοφάγος.