< βᾰτηρία
βᾰτηρίς >
βᾰτήριος
,
-α, -ον
de monta
,
de apareo
μηδ' ἀλόγοις ζώιοισι βατήριον ἐς λέχος ἐλθεῖν
Ps.Phoc.188.