< βατήρ
βᾰτήριος >
βᾰτηρία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
jón.
-ίη
Herod.8.60
bastón
τῇ βατηρίῃ κό[ψω
Herod.l.c., Hsch., cf. βακτηρία.