< βᾰρύποτμος
βαρυπρεπής >
βᾰρύπους
,
ὁ, ἡ
• Prosodia:
[-ῠ-]
de pesada base
de la clava de Heracles
β. ὄζος ὁ θηρολέτης
AP
16.104 (Phil.).