βᾰρύποτμος, -ον


de destino grave, desdichado de pers., S.Ph.1096, E.Heracl.608, SEG 16.532b.5 (Creta II/I a.C.), compar. ἀνὴρ ... βαρυποτμότερος Plu.2.989d, sup. Περσεὺς ... βαρυποτμότατος Plu.2.474f, στρατηγός Plu.TG 5
de situaciones desdichado, penoso κακά S.OC 1449, τύχα E.Hipp.827, sup. οἴμοι ξυμφορᾶς βαρυποτμωτάτας (metri causa), E.Ph.1345.