βᾰλᾰνεύς, -έως, ὁ
• Morfología: [át. nom. plu. βαλανῆς Ar.Au.491; gen. sg. βαλαναίος ISmyrna 503 (imper.)]
bañero
ἔστιν ἄξιος, πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναιAr.Eq.1403,
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι, σκυτῆς, βαλανῆςAr.Au.490,
ὁ πονηρότατος β.Ar.Ra.710, cf. Pl.955, IEphesos 2.21 (IV a.C.), PSI 584.7 (III a.C.),
ὁ Θρασύμαχος ἐν νῷ εἶχεν ἀπιέναι, ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγονPl.R.344d, cf. UPZ 158a.38,
ὥσπερ ὄνος βαλανέως ξύλα καὶ φρύγανα κατακομίζωνPlu.2.525e, cf. 235a, Alciphr.3.40.3,
τὸν ποταμόν, βαλανεῦ, τίς ἐτείχισε;AP 9.617.1, cf. 11.243.5 (Nicarco), PMich.619.1, 4, 15 (II d.C.), PBerl.Borkowski A2.18, 19, 5.2 (III/IV d.C.), POxy.2006.2 (V/VI d.C.)
•fig. ref. a los que se meten en lo que no les importa cotilla Diogenian.1.3.64,
βαλανεύς· πολυπράγμων, περίεργοςHsch.
• Etimología: De la raíz *gu̯elHi̯1 en grado ø y α, cf. βάλλω. Tb. se ha rel. mic. qe-ra-na ‘vasija de agua caliente’, de *gu̯her- ‘caliente’.