< βᾰθύστρωτος
βᾰθύσχοινος >
βᾰθύσχῑνος
,
-ον
poblado de densos lentiscos
βαθυσχίνων ... πὰρ λοφιᾶν
AP
9.744 (Leon.),
χλοή
Babr.46.2.