< βᾰθύσχῑνος
βᾰθῠτέρμων >
βᾰθύσχοινος
,
-ον
de densos juncales
Ἀσωπός
Il
.4.303,
Μέλητος
h.Hom
.9.3,
ποίη
Nonn.
D
.7.171, 11.171.