βίωσις, -εως, ἡ


modo o forma de vivir ἔννομος LXX Si.pról.14, ἑτο[ί]μω[ς] ἔχειν ἐν μιᾷ εὐμιξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει SB 5656.8 (VI d.C.), c. gen. subjet. μου Act.Ap.26.4, τῶν ἀνθρώπων Const.Or.S.C.11 (p.168), ἐν μίᾳ ... βιώσει μετ' ἀλλήλων PMasp.158.26 (VI d.C.).