βωμολόχος, -ον
I de pers.
1 mendicante que ronda los altares acechando las ofrendas
ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθαPherecr.150.2,
βωμολόχους θ' ἱερεῖςMan.5.119, cf. Erot.Fr.Pap.Parth.39, Hsch., Et.Gud.293.1.
2 bufón, payaso, mamarracho
κόλακες καὶ βωμολόχοιE.Ep.4.53, cf. Arist.EN 1108a25, Rh.1419b9
•como epít.
τις β. ξυνήγοροςun mamarracho de abogado Ar.Eq.1358, cf. Ra.1085, 1521,
ἦν δὲ καὶ φύσει β.Theopomp.Hist.162, cf. Luc.Merc.Cond.24,
β. ... κόλαξAP 11.323 (Pall.),
οἱ βωμολοχώτατοιlos más mamarrachos entre los mamarrachos de los poetas cómicos, Phld.Mus.4.12.38.
3 orn., subst. ὁ β. el bufón n. que recibe una variedad de corneja Arist.HA 617b18.
II de palabras, carácter bufonesco, chocarrero, chistoso
βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρειAr.Ra.358,
ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τιAr.Eq.1194,
(ἦθος) κίβδηλον, βωμολόχον, καπηλικόν, τυραννικόνM.Ant.4.28,
ἕτερα διελέχθη καὶ ὧδε βωμολόχαPhilostr.VS 578
•subst.
τὸ βωμολόχον καὶ παιδιῶδεςPlu.2.68a.
III adv. -ως en forma bufonesca
αὐτὴ γελοιάζουσά τε καὶ β. ἰσχιάζουσαProcop.Arc.9.15,
καὶ Πλατωνικῶς, καὶ μὴ Περιπατητικῶς καὶ μὴ β.Olymp.in Phd.70.