βωμολοχικός, -ή, -όν
1 burlesco, bufonesco
βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματαGal.6.228,
ἐγκώμιαLuc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
2 adv. -ῶς burlesca, bufonescamente
μεμφόμενος β.Gal.Subf.Emp.11.
βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματαGal.6.228,
ἐγκώμιαLuc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
μεμφόμενος β.Gal.Subf.Emp.11.