< Βωμιῆς
βώμιος >
βωμικός
,
-ή, -όν
consistente en un pedestal
o
plataforma
τὸν σ]ωρὸν σὺν τῷ βωμικῷ ἔργῳ
BCH
2.1878.600, cf. 611 (Cibira, imper.).