< βωμιαῖος
βωμικός >
Βωμιῆς
,
-έων, οἱ
• Alolema(s):
Βώμιοι
Hsch.
bomieos
pueblo de Etolia que habitaba en las colinas Bomos, Th.3.96, Str.10.2.5, St.Byz.s.u.
Βωμοί
, Hsch.