βυσσοδομεύω
• Alolema(s): -δομέω Sud., Eust.1513.46
construir, tramar en el fondo, en su interior fig.
κακάOd.20.184,
(μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευονOd.4.676,
κακὰ φρεσίOd.8.273, 17.66,
δόλον φρεσίHes.Sc.30,
βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴνabrigar, fomentar un resentimiento solapado Luc.Cal.24,
βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμηνOd.9.316, op. ‘decir’
ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντεςVett.Val.380.30
•en v. pas.
τὰ βυσσοδομευόμεναlas intenciones solapadas Hld.7.11.8.