βυσσόθεν
adv.
I
κυλίνδει β. ... θῖναS.Ant.590, cf. Call.Del.127,
β. ἐρριζοῦντοOrph.A.710.
2 desde lo hondo de, de debajo de la tierra
χρυσὸν ... β. μύρμηκες ο[ἴσου]σιCall.Fr.202.59 add. (p.118).
II fig.
1 del fondo del ánimo
(οἶνος) τὰ κεκρυμμένα φαίνει β.Eratosth.36.4,
κινήσασα γνώμηνBabr.95.49,
β. ἐστενάχιζενMusae.115,
β. οἰμωγήgemido que sale de lo hondo Opp.H.4.17.
2 fundamentalmente
ἔχει δύναμιν ... β. ἄπειρονPlot.6.5.12.