< βυρσεύω
βυρσιμώλους· >
βυρσικός
,
-ή, -όν
1
de tenería
δυσωδία
Gp
.6.2.7
•
subst. ἡ β.
curtiduría
Rab.
Sabb
.1.2.
2
curtiente
ῥοῦς
Hippiatr
.35.1.