< βυρσεύς
βυρσικός >
βυρσεύω
curtir
ἵνα βυρσεύσας δέρματα χιτῶνας ἐργάσηται
Epiph.Const.
Anc
.62, cf. Hsch.s.u.
σκυλόδεψος
.