βρῑθύς, -εῖα, -ύ


1 pesado ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.

2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.