βρότειος, -α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Archil.16, Emp.B 2.9
• Morfología: [-ος, -ον A.Pr.116]
mortal, humano
μελέτη τε βροτείηhabilidad humana Archil.l.c.,
ὀδμὰ β.olor procedente de un mortal A.l.c.,
ἔργονDiagor.1.1,
μῆτιςEmp.l.c., cf. B 6.3,
δόξαιParm.B 8.51,
βρότειον οὐδένS.OT 709,
γένοςS.Fr.126.3, E.Fr.898.13,
ὁμιλίαE.Hipp.19,
ψυχήE.Supp.777,
λαιμόνE.IA 1083,
πόνοιAlex.242.9.