< βρενθύομαι
Βρέννος >
βρένθυς
,
-υος, ἡ
perfume exquisito
τοῦ ... θυμιάματος ἢ μύρου τῶν [θ]εῶν βρένθυος
Aristo Phil.14.6.26.
• Etimología:
De origen oscuro, se rel. βρένθος q.u.