< βροτοειδής
1 βροτόεις >
βροτοείκελος
,
-ον
• Grafía:
graf. βροτοΐκελος Did.
Fr.Lex
.5.2
semejante al hombre
εἶδος
ICr
.2.24.13.12 (Retimna IV d.C.), cf. Did.l.c.