< βροτοδαίμων
βροτοείκελος >
βροτοειδής
,
-ές
semejante al hombre
δείκηλον
Man.6.446,
μορφή
Nonn.
Par.Eu.Io
.1.14, 8.15, 14.9,
ἄγαλμα
EM
213.3G., cf. Sud.