βούνευρον, -ου, τό


1 vergajo λέων καὶ ἄρκτος βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.

2 vergajazo κὲ λάβι βούνευρα δέκα a un infractor TAM 5.485.12 (Lidia, biz.).

3 †βούνευρον glos. a κίσσηρις Hsch.