< Βούνας
βούνευρον >
Βούνειμα
,
-ων, τά
• Alolema(s):
tb.
Βούνιμα
St.Byz.s.u.
Τραμπύα
Bunima
ciu. de Epiro, fundación de Odiseo
, St.Byz.l.c.