< βουρδωνάριος
Βουρία Λυχναινίς >
βουρδῶνιν
,
-ου, τό
mula
ἵππους καὶ τὸ β[ουρ]δῶ[νι]ν
PHarris
155.4 (biz.) en
BL
3.82.