< βουρδωνάριον
βουρδῶνιν >
βουρδωνάριος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. βορδ-
PIand
.153.19 (IV d.C.), βουρτ-
PIand
.154.16 (VI/VII d.C.)
mulero
,
DP
7.17, Sch.Ar.
Th
.491,
PIand
.ll.cc.