βουπόρος, -ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.


I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.

II subst.

1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.

2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.