Βουπρασιεύς, -έως, ὁ
• Alolema(s): -πράσιος, -πρασίων St.Byz.s.u. Βουπράσιον


buprasieo, buprasio ét. de Buprasion, Str.8.3.8, St.Byz.l.c.