< Βουνογόρα
Βουνόμεια >
βουνοειδής
,
-ές
de aspecto montuoso
ἀναστήματα
D.S.5.40
•
en forma de túmulo
σχῆμα
Str.11.8.4,
τόπος
Plu.
Thes
.36.