< βουνοειδής
βουνομέω >
Βουνόμεια
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
Βούνομος
St.Byz.s.u.
Πέλλα
Bunomea
o
Búnomo
antiguo n. de Pela en Macedonia, St.Byz.l.c.