< βουκελλατᾶς
βουκέντης >
βουκέλλιον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. βουκέλιον
CPR
5.26.457, 697 (IV d.C.)
panecillo
dim. de βούκελλα
CPR
ll.cc., Paul.Aeg.3.14.3.