< βουκκελλάρις
βουκέλλιον >
βουκελλατᾶς
,
-ᾶ, ὁ
panadero
λόγος βουκελλατῶν
PErl
.81.49 (VI d.C.), cf. 3, 11 en
BL
7.47, cf. βούκελλα.