βουκεφάλιον, -ου, τό
cabeza de toro, bucranio figura utilizada como elemento decorativo
(ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλιαLys.Fr.32,
βουκεφάλια χρυσᾶID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).
(ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλιαLys.Fr.32,
βουκεφάλια χρυσᾶID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).