< βουκεφάλιον
Βουκέφαλοι >
Βουκεφαλῖται
,
-ῶν, οἱ
Bucefalitas
1
demo de Tesalónica, St.Byz.s.u.
Βουκεφάλεια
.
2
v. Βουκεφαλεῖς.