βοτήρ, -ῆρος, ὁ
• Grafía: graf. βωτ- Hsch.s.u. βώτορες, An.Boiss.4.370.1


1 pastor ἐγὼν ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504, (δάμαλις) φράζουσα βοτῆρι μόχθους A.Supp.353, cf. Eu.196, βοτὰ καὶ βοτῆρας ἱππονώμας S.Ai.232, cf. OT 837, 1044, β. Ἐρυθείας de Gerión, E.HF 424, cf. Andr.281, Rh.271, Nic.Th.554, D.H.2.2, Plu.Rom.7, Eun.VS 465, Pamprepius 3.119
como adj. κύων β. perro pastor S.Ai.297.

2 fig. οἰωνῶν β. augur, adivino A.Th.24.