< βοτήρ
βοτηρίδιν >
βοτηράρχης
,
-ου, ὁ
• Morfología:
[quizá -ος]
rabadán
ἀφεῖτε μίσει τοῦ βοτηράρχ[ου
Trag.Adesp
.721.4.