< Βόρραμα
βορραπηλιωτικός >
βορραπηλιώτης
,
-ου, ὁ
nordeste
(μέρη) πρὸς βορραπηλιώτην κείμενα
regiones situadas al nordeste
Ptol.
Tetr
.2.3.33, Vett.Val.137.21.