< βορραπηλιώτης
βορρόθεν >
βορραπηλιωτικός
,
-ή, -όν
del nordeste
τρίγωνος
Ptol.
Tetr
.2.3.33
•
subst.
τὸ β.
Ptol.
Tetr
.2.3.4.