βολβορυκτικός, -ή, -όν


cóm. propio del escardador de cebollinos Ar.Fr.797, cf. βολβορυκτικὸν τόλμημα· τὸ μετὰ βίας, γενναῖον Phot.β 202, cf. βολβωρυχέω.