< βολβιτώδης
βολβορυκτικός >
βολβοειδής
,
-ές
• Alolema(s):
βολβώδης
Thphr.
HP
7.13.9
bulboso
de raíces
, Thphr.l.c., Dsc.2.144, Paul.Aeg.7.3 (pp.248, 268).