< βοηδρομέω
Βοηδρόμια >
βοηδρομία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
dór.
βοαι-
Mnasalc. en
PKöln
204.6
auxilio
,
socorro
ἀνέρι, τῷ στρατιαί τε βοηδρομίαι τε μέλονται
Max.381, cf. Mnasalc.l.c.