βοηδρομέω


1 correr en ayuda, apresurarse a ayudar s. cont., A.Fr.46c.6
c. ac. de direcc. πρὸς δόμους E.Or.1356, ἐπ' ἐσχάραν Διός E.Heracl.121, ἐπὶ Σκύθας Them.Or.15.185b, πρὸς ... τὸ νικώμενον Plu.Sert.19
c. dat. Μενελέῳ E.Or.1510, Λινδίων στρατηλάταις Lyc.923, αὐτῷ Opp.H.2.501, Φ]ωκίσι IG 92(1).51.1 (Termo III a.C.)
c. ac. αὐτούς Luc.Tim.4.

2 correr en tumulto, correr gritando ἐξορμήσαντες ἐπ' αὐτὸν ἐβοηδρόμουν Agathocl.6
c. or. complet. de inf. ἐβοηδρόμει ... ἅπαντα ἔχειν ἀσφαλῶς App.Hann.42, ἐβοηδρόμουν βασιλέα καὶ τύραννον ἀνελεῖν App.BC 2.119.