< βλύζω
βλύσμα >
βλύσις
,
-εως, ἡ
• Prosodia:
[-ῠ-]
borboteo
,
chorro
c. gen.
τῶν ὑδάτων
Cat.Cod.Astr
.8(3).178,
γάλακτος
Anecd.Ludw
.243.26
•
fig.
Πνεύματος θείου
AP
9.819.