βλέννος 1
,
βλέννος 2
.
< βλέννα
βλέννος >
βλέννος
,
-εος, τό
capa viscosa
ἐν τῇ ἰλύϊ ... ἐξανακολυμβῶσι πολλάκις, ἵνα περιπλύνωνται τὸ β.
Arist.
HA
591
a
28.
< βλέννος
βλεννός >
βλέννος
,
-ου, ὁ
ict.
babosa
pez de la familia de los blénidos, Sophr.51, Opp.
H
.1.109, Artem.2.14,
Gp
.18.14.1.