βιόω
• Morfología: [jón. pres. part. βιεῦντες Ps.Phoc.229; fut. βιώσομαι E.Alc.784, 2a plu. βώσεσθε A.R.1.685, tard. act. βιώσω App.BC 119, inf. βιωσέμεν Orph.L.630; aor. rad. ἐβίων Isoc.9.71, imperat. βιώτω Il.8.429, inf. βιῶναι Il.10.174, Hp.Epid.5.18; aor. sigm. ἐβίωσα Hdt.1.163, part. βιώοσα IGLS 9399 (imper.), en v. med. ἐβιώσαο Od.8.468, βιόσσαο Apollon.Lex.820; otras formas de fut. v. βέομαι]
I intr., act. y med.
1 vivir, sobrevivir op. ‘morir’
ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναιIl.15.511,
τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτωIl.8.429,
ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναιIl.10.174, cf. Od.14.359,
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξεπίσταται τὴν αὔριον μέλλουσαν εἰ βιώσεταιE.Alc.784,
ὑπὲρ τὸν ἄτρακτον βιοῖLuc.Philops.25, cf. E.Ep.5.64, Arist.HA 585a21, Orph.l.c.
•esp. en medic.
ἐγένετο ὑγιής, καὶ ἐβίωHp.Epid.5.1, cf. 2,
ὀκτάμηνον δὲ γενόμενον, οὐδὲν βιοῖ πώποτεsi nace el octavo mes de ninguna manera sobrevive (el feto), Hp.Carn.19,
ἐδόκεε δ' ἂν βιῶναι, εἰ ἠδύνατο πίνειν ὕδωρHp.Epid.5.18.
2 sólo act. vivir en forma temp. y limitada c. ac. int. o determ. que indican tiempo
ἔτηHp.Art.41,
(ἔτεα) εἴκοσι καὶ ἑκατόνde Argantonio, Hdt.1.163, cf. Arist.HA 552b23, PMasp.2.3.4 (VI d.C.),
ἡμέραςX.Mem.4.8.2, Hp.l.c.,
οὐ πουλὺν ... χρόνονHp.Epid.6.8.32, Hdt.2.133, 9.10, Pl.R.615c, cf. 576b, Grg.481b, Isoc.15.27,
μέχρι γήρως βιοῦνταPl.Virt.378a, cf. Isoc.15.28, Arist.HA 552b23, Plb.7.7.3, LXX Ib.29.18, 1Ep.Petr.4.2,
δὶς βιῶναι γάρ σε δεῖMen.Th.1.4,
ὃν (βίον) ποῦ βεβίωκαςD.19.200
•op. ‘vivir’ en un plano superior
οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονοςPanyas.16.9,
ὡς ὄφρα μέν τε βιῶσι, τὸ δὴ βίοτον καλέουσινEmp.B 15.
3 vivir dependiendo del sustento y los medios económicos, c. ac. int.
ὡς ἀεὶ βίον βιωσόμενοιde los avaros, Democr.B 227, cf. 200, Antipho Soph.B 53, S.OT 1488,
εἰ μή σ' ἐκφάγω ... οὐδέποτε βιώσομαιAr.Eq.699, cf. A.R.l.c.
•vivir de
ἀφ' ὧν ... βιώσονταιArist.Pol.1267b36.
4 c. determ. cualit. vivir, pasar la vida
διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίουPl.Phdr.249a,
μετὰ τῆς καλλίστης ... δόξηςPlb.23.11.3, cf. Arist.EN 1177b27, Men.Pc.977
•c. adv.
ἡδέωςE.Fr.238, cf. X.Mem.4.8.6, Epicur.Sent.[5]40, IGLS l.c.
•c. connotaciones morales
μετρίωςLys.16.3,
παρανόμωςD.22.24,
αἱ ψυχαὶ τῶν εὖ βεβιωκότωνOlymp.in Alc.16,
βιοῖ γὰρ οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίονMen.Mon.105, cf. Chrysipp.Stoic.3.34, Plb.38.14.1, PFay.19.12 (II d.C.), Arr.Epict.4.1.49
•en v. pas., Lys.16.1,
τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμέναlo vivido por ti y por mí, nuestros actos D.18.265, cf. 130, 21.151, 22.53,
βεβίωταιse ha vivido, he gozado de la vida Cic.Att.238.2, cf. 375.3.
5 vivir, habitar de ciertos animales
περὶ τὴν θάλασσανArist.HA 615a21, cf. App.BC 4.119.
II tr., en v. med. aor. sigm. dar la vida, salvar
σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο κούρηOd.l.c., cf. Apollon.l.c.