< Βιόφις
βιόω >
βιοφορέομαι
afligirse
ηὑρέθη ὁ βιοφορούμενος ἐν θλίψει πλατυνόμενος
Ast.Soph.
Hom
.4.10, cf. Epiph.Const.
Haer
.66.24, 68.7, 69.10.