< Βίβραγκτα
βιβρώσκω >
βιβραδικός
,
-ή, -όν
que abanica
ἀνεμούρ(ιον) βιβραδ(ικόν)
PRyl
.627.165 (IV d.C.) en
BL
3.163.
• Etimología:
Del lat.
uibrare
.