βιαθάνατος, -ον


muerto violentamente, subst. alma en pena αἱ στεναχαὶ τῶν βιαθανάτων SEG 35.1470.8 (Salamina de Chipre III d.C.), cf. 20.634 (Egipto III/IV d.C.); cf. βιαιοθάνατος, βιοθάνατος.