βεβαιόω
• Morfología: [inf. βεβαιοῖν PHamb.62.17 (II d.C.)]


I tr.

1 confirmar, garantizar, consolidar, asegurar en beneficio de alguien, c. ac., gener. de abstr., y dat. de pers. ἡμῖν αὐτοῖς ... αὐτό Th.1.122, τοῖς δικασταῖς τὴν δόξαν Pl.Cri.53b, τὴν πρᾶξιν αὐτῷ X.An.7.6.17, τοῖς θεοῖς βεβαιοῦντες τοὺς νόμους sancionando las leyes en honor de los dioses Lys.6.29, τοὺς νόμους ... βεβαιώσατέ μοι confirmasteis las leyes en mi beneficio Is.9.34, cf. D.21.30, σφίσιν αὐτοῖς τὴν δωρεάν Is.1.18, cf. 4.26, 5.23, τῷ δήμῳ τὴν αὐτονομίαν καὶ δημοκρατίαν IMSipylos 1.10 (III a.C.), τοὺς ὅρμους ... ὁλκάσιν Philostr.VS 606, τὴν οἰκείαν δόξαν Arist.EN 1159a22, τὰς αὑτῶν ... αἰσθήσεις τῷ ἄλλων ἀναιρεῖν Metrod.1, ἐκείνῳ τὴν ... ἄλλην ἀρχὴν Plu.Sull.22
pap. frec. en cláusulas legales βεβαιούτω ... Νεοπτόλεμος Ποσειδωνίῳ ... τὴν γῆν καὶ τοὺς γενομένους καρπούς BGU 1267.17 (III a.C.), βεβα[ιώ]σω σοι ταῦτα [ἀπὸ] συγγραφῶν UPZ 177.36 (II a.C.), βεβαιοῦν αὐτῷ τὴν μίσθωσιν garantizarle el arriendo, BGU 1119.47 (I a.C.), βεβαι]ώσις δέ [μοι τὴν μ]ίσθωσε[ιν PMil.Vogl.220.29 (II d.C.), cf. 238.31 (II d.C.), 241.17 (II d.C.)
c. ac. de abstr. y giro prep. τὸ προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις Epicur.Sent.[5] 24, τὸν λόγον ... διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων Eu.Marc.16.20, ἐν τούτου ἄδιαν (sic) ἐ[βεβ]αίωσαν confirmaron la inmunidad en esto, POxy.1119.17 (III d.C.)
c. ac. de abstr. y ἔργῳ: ἔργῳ βεβαιοῦν ἃ διδάσκει λόγῳ Plu.2.613c, en v. pas. ἔργῳ ... βεβαιούμενα cosas confirmadas de hecho op. ἀκοῇ ... λεγόμενα Th.1.23
en pap. frec. el giro β. πάσῃ βεβαιώσει c. ac. de la cosa garantizada BGU 1734.17 (I a.C.), PSI 1130.16 (I d.C.), Stud.Pal.22.30.12 (II d.C.), tb. abs. PSAAthen.25.20, PMil.Vogl.239.15, cf. PSarap.9.10, 11.10, PWisc.9.39, PHamb.l.c. (todos II d.C.)
sólo c. ac. de abstr. τὰς Θηβαίων ἀλαζονείας Isoc.6.10, τὸν λόγον Aristid.Or.25.64, cf. Lys.20.32, βεβαιοῦν τοὺς κανόνας afianzar las reglas (sobre las que se basa el hecho de filosofar), Arr.Epict.2.11.24, βεβαιῶσαι τὰς ἐπαγγελίας confirmar las promesas, e.d. cumplirlas, Ep.Rom.15.8, οὐθὲν ὀργάνων ποτὲ βεβαιώσει τὴν τοῦ ἡρμοσμένου φύσιν Aristox.Harm.53.5, τὸν περὶ εὐδαιμονίας τόπον βεβαιῶσαι Vett.Val.58.14, en v. pas. τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν 1Ep.Cor.1.6, βεβαιούμενοι τῇ πίστει Ep.Col.2.7. βεβαιουμένης τῆς μισθώσεως BGU 1271.2 (III a.C.), PSI 1098.20 (I a.C.), PWisc.5.17, 7.28, βεβαιουμέ[ν]ου ... τοῦ ἀναφορίου garantizada la solicitud, POxy.2676.26 (todos III d.C.)
c. inf. βεβαιῶν ἀναπλεῖν ἐθέλειν εἰς τὴν Σικελίαν asegurando estar dispuesto a emprender la navegación hacia Sicilia D.32.19
en v. med. c. ac. de abstr. consolidar, afianzar algo propio del suj. (ἀρχήν) Th.6.10, φιλίαν Th.6.78, Ἄρατος ... ἐβεβαιώσατο τὰ περὶ τῆς βοηθείας Plb.2.51.5, cf. 3.31.3, Αὐγούστῳ ... τήν τε βασιλείαν βεβαιωσαμένῳ Paus.3.11.4
abs. consolidar, reforzar una argumentación Pl.Tht.169e, una opinión ἵν' ... βεβαιώσωμαι ἤδη παρὰ σοῦ Pl.Grg.489a, cf. Prt.348d.

2 c. ac. de pers. fortalecer, asegurar, mantener firme σφᾶς αὐτοὺς βεβαιώσασθαι Th.1.33, τοὺς μὲν μᾶλλον βεβαιωσώμεθα Th.6.34, de Dios ἐβεβαίωσας με ἐνώπιόν σου LXX Ps.40.13, βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου LXX Ps.118.28, βεβαιώσει ὑμᾶς 1Ep.Cor.1.8.

3 abs. garantizar, mantener una palabra εἴτε δεξιὰς δοῖεν ἐβεβαίουν X.Cyr.8.8.2, cf. Din.1.42, τοῦ Μνησικλέους βεβαιοῦντος ἡμῖν Mnesicles seguía dándonos garantías D.37.12.

II intr. confirmarse, afianzarse, ser seguro de una enfermedad, Hp.Epid.1.2, βεβαιοῦν το[ὺς θ]εοὺς τὸν ἀΐδιον χρόνον SIG 46.4 (Halicarnaso V a.C.), ἡδονὴ ... βεβαιοῖ Aristid.Quint.64.6.