< βεβαιόω
βεβαίωσις >
βεβαίωμα
,
-ματος, τό
prueba
θεατὴς τοιούτων βεβαιωμάτων καὶ ἀκροατὴς
I.
AI
2.275,
εὐνοίας βεβαιώματα εὑρημένος
I.
AI
17.3.